- ἐρατύω
- ἐρᾱτύω, [dialect] Dor. for ἐρητύω, B.16.12, S.OC164 ; ἐράτοθεν· ἀνεπαύσαντο, Hsch. (prob. Cypr. forA
ἐρήτυθεν Il.2.99
).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἐρήτυθεν Il.2.99
).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ερατύω — ἐρατύω (Α) ερητύω … Dictionary of Greek
ἐρατύω — ἐρᾱτύω , ἐρητύω restrain pres subj act 1st sg (doric) ἐρᾱτύω , ἐρητύω restrain pres ind act 1st sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ερητύω — ἐρητύω και δωρ. ἐρατύω (Α) 1. αναστέλλω, αναχαιτίζω, συγκρατώ, καταπνίγω 2. κρατώ μακριά, απομακρύνω από κάτι, αποτρέπω 3. (με απρμφ.) εμποδίζω κάποιον να κάνει κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πιθ. από κάποιο ουσ. σε τυς (* ερη τυς)] … Dictionary of Greek